Η ελιά είναι αειθαλές δένδρο και επομένως πιο ευαίσθητο στις χαμηλές θερμοκρασίες από τα φυλλοβόλα δένδρα. Υπάρχει το ερώτημα αν η ελιά εισέρχεται σε λήθαργο το χειμώνα όπως και τα φυλλοβόλα δένδρα. Η απάντηση είναι ότι πράγματι και η ελιά εισέρχεται σε λήθαργο. Τα επιστημονικά δεδομένα που υπάρχουν δείχνουν ότι και στην περίπτωση της ελιάς, η σμίκρυνση της φωτοπεριόδου και η πτώση της θερμοκρασίας το φθινόπωρο είναι οι βασικοί παράγοντες και απαραίτητες προϋποθέσεις για την είσοδο σε λήθαργο και στη συνέχεια τη σκληραγώγηση των ιστών για την αντοχή τους στο ψύχος. Η έναρξη εισόδου της ελιάς στο λήθαργο συμβαίνει όταν ή θερμοκρασία το φθινόπωρο πέσει στους 0-5° C. Η σκληραγώγηση των δένδρων για την αντοχή στο ψύχος γίνεται καλύτερη με την πρόοδο του χειμώνα και τις χαμηλότερες τιμές της θερμοκρασίας.
Οι μηχανισμοί της ελιάς για την προστασία από τους παγετούς αλλά και οι παράγοντες που επηρεάζουν την αντοχή στο ψύχος είναι παρόμοιοι με αυτούς που ισχύουν για τα φυλλοβόλα δένδρα. Ιδιαίτερη σημασία για την ελιά έχουν τα καλλιεργητικά μέτρα όπως η εφαρμογή της σωστής λίπανσης, η αποφυγή των όψιμων ποτισμάτων και κλαδεμάτων κατά το φθινόπωρο καθώς και η έγκαιρη καταπολέμηση των ζιζανίων.
Τα πιο ευαίσθητα όργανα είναι οι καρποί και ακολουθούν οι ανθοφόροι οφθαλμοί. Τα πιο ανθεκτικά είναι ο κορμός και η ρίζα. Πιστεύεται μάλιστα ότι η ρίζα μπορεί να μην καταστραφεί καθόλου ακόμη και σε θερμοκρασίες κάτω των -12° C. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι τα άνθη και οι μικροί καρποί είναι ακόμη πιο ευαίσθητοι στις χαμηλές θερμοκρασίες. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί μόνο σε κάποιες πρώιμες στην άνθηση ποικιλίες ή σε ελαιόδενδρα σε ορεινές περιοχές γιατί η άνθηση στην ελιά συμβαίνει από τέλη Απριλίου-Μάιο που σπανίζουν οι παγετοί.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν το βαθμό της ζημιάς στα διάφορα όργανα είναι η διάρκεια των χαμηλών θερμοκρασιών, η απότομη πτώση της θερμοκρασίας, η θρεπτική κατάσταση των δένδρων και η ποικιλία. Είναι γνωστόο ότι από τις Ελληνικές ποικιλίες οι πιο ανθεκτικές είναι η Μαστοειδής, η Μυρτολιά, το Αγουρομάνακο, η Βαλανολιά, η Κοθρέικη και η Χαλκιδικής. Αντίθετα από τις πιο ευαίσθητες στο ψύχος είναι η Κορωνέικη, η Θιακή και η Αμυγδαλολιά.
Προληπτικά Μέτρα
Από τα προληπτικά μέτρα που εφαρμόζονται για τα φυλλοβόλα δένδρα, στην ελιά έχουν δοκιμαστεί τα χαλκούχα σκευάσματα. Χρειάζονται δύο ψεκασμοί πριν την εμφάνιση των παγετών, ένας το Νοέμβριο και ένας αρχές Δεκεμβρίου. Επίσης έχουν δοκιμαστεί ψεκασμοί με διαλύματα κιτοκινινών (Kelp). Οι ψεκασμοί πρέπει να γίνονται ανά 15θήμερο πριν τους παγετούς. Τέλος ψεκασμοί με αντιδιαπνευστικές ουσίες όπως τα θερινά λάδια και η Πινολίνη είναι παραδείγματα τέτοιων ουσιών. Οι ψεκασμοί γίνονται πριν και μετά τον παγετό. Άλλες επεμβάσεις θα πρέπει πρώτα να δοκιμαστούν πειραματικά η πιλοτικά πριν την ευρεία χρήση τους στους ελαιώνες.
Συμπτώματα ζημιών από παγετούς στην ελιά
Ήπιοι παγετοί (πτώση θερμοκρασίας μέχρι -2°C). Παρατηρούνται: Συρρίκνωση των καρπών, ξήρανση κορυφών των ετήσιων βλαστών, ελαφρό σχίσιμο φλοιού των μικρών βλαστών και μερική ή ολική πτώση των φύλλων. Αν η θερμοκρασία δεν πέσει αρκετά κάτω από το 0 οι καρποί απλά συρρικνώνονται και μπορεί να επανέλθουν στη φυσιολογική κατάσταση με την άνοδο της θερμοκρασίας. Αν όμως πέσει κάτω από -3 °C (- 3°C μέχρι -7 °C) η ζημιά μπορεί να είναι σοβαρή στους καρπούς που εκτός της συρρίκνωσης της επιδερμίδας, η σάρκα γίνεται καφετιά, μειώνεται η περιεκτικότητα σε λάδι και υποβαθμίζεται η ποιότητά του. Όσο για τις επιτραπέζιες ποικιλίες μπορεί να τις καταστήσει μή εμπορεύσιμες και να οδηγηθούν στο ελαιοτριβείο για παραγωγή λαδιού μειωμένης ποιότητας.
Μέτριοι παγετοί (πτώση θερμοκρασίας μέχρι -7°C). Παρατηρούνται: Ξήρανση των φύλλων που μένουν πάνω στα δένδρα και μοιάζουν σαν καμένα δένδρα από φωτιά, σχίσιμο του φλοιού και σε μεγάλους βλαστούς. Στην περίπτωση η ζημιά διαπιστώνεται από το εύκολο ανασήκωμα του φλοιού των βλαστών. Ο φλοιός και το ξύλο αλλάζουν χρώμα από πράσινο σε καφέ ή μαύρο, ξήρανση και βλαστών μεγάλης ηλικίας και καταστροφή μέχρι και του 90% των οφθαλμών.
Ισχυροί παγετοί (πτώση της θερμοκρασίας μέχρι -12° C). Παρατηρούνται: Καταστροφή όλων των βλαστών του δένδρου, σχίσιμο του φλοιού στον κορμό και εύκολος αποχωρισμός του. Σπάνια ζημιώνεται και το ριζικό σύστημα με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή του δένδρου. Μία τέτοια περίπτωση συνέβη στη Φθιώτιδα το 2001 όταν η θερμοκρασία κατέβηκε στους -9,8 και -12,4 στις 19 και 20 Δεκεμβρίου αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να καταστραφούν ακόμη και ολόκληρα δένδρα ηλικίας πάνω από 80 ετών. Πιθανόν ορισμένα να αναβλάστησαν από τη ρίζα, αρκετά όμως καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Μεταχείριση παγετόπληκτων δένδρων ελιάς
Η αντιμετώπιση των δένδρων θα εξαρτηθεί από το μέγεθος ή το βαθμό της ζημιάς τους.
Τι πρέπει να προσεχθεί. Αρχικά να εφαρμοστεί άμεσα ένας ψεκασμός με χαλκούχα σκευάσματα για την προστασία από μυκητολογικές και βακτηριακές προσβολές. Να αποφεύγεται το άμεσο κλάδεμα καιη εφαρμογή λιπασμάτων ειδικά της αζωτούχου λίπανσης. Τα δένδρα αφήνονται ακλάδευτα μέχρι την έναρξη της βλάστησής τους (Απρίλιο – Μάιο). Η εφαρμογή του κλαδέματος πρέπει να γίνεται ανάλογα με το ποια όργανα έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές. Λίπανση όπως και στα φυλλοβόλα θα πρέπει να προσδιορίζεται αφού εκτιμηθεί πρώτα ο βαθμός της ζημιάς των ελαιοδένδρων.
Στην περίπτωση ήπιων παγετών και ελαφρών ζημιών των δένδρων, ενδείκνυται άμεσος ψεκασμός με χαλκούχα σκευάσματα και ελαφρό κλάδεμα την άνοιξη με αφαίρεση των ζημιωμένων μικρών βλαστών. Στην περίπτωση αυτή τα δένδρα επανέρχονται κανονικά και δίνουν παραγωγή σε ένα ή δύο χρόνια. Η λίπανση θα είναι κανονικά αυτή που εφαρμόζεται για τα μη ζημιωμένα δένδρα και λίγο ενισχυμένη για την ανάπτυξη της νέας βλάστησης.
Στην περίπτωση μέτριων παγετών Ενδείκνυται επίσης άμεσος ψεκασμός με χαλκούχα σκευάσματα, κλάδεμα την άνοιξη με αφαίρεση των ζημιωμένων βλαστών μέχρι τα σημεία αναβλάστησης. Στην περίπτωση αυτή τα δένδρα επανέρχονται και δίνουν παραγωγή μετά από δύο-τρία χρόνια. Η λίπανση πρέπει να είναι σε μικρότερες από τις κανονικές ποσότητες. Ειδικά η αζωτούχος που πρέπει καλύτερα να δίνεται σε μικρές δόσεις για την αποφυγή δημιουργίας πολύ ζωηρών βλαστών που θα καθυστερήσουν την είσοδο σε καρποφορία των δένδρων.
Στην περίπτωση ισχυρών παγετών (Ξήρανση και σχίσιμο του φλοιού και στον κορμό) Συνιστώνται τα πιο κάτω μέτρα:
α.Κόψιμο του κορμού κοντά στη ρίζα αν προέρχεται από αγενή πολλαπλασιασμό (π.χ. μοσχεύματα). Στη περίπτωση αυτή τα δένδρα αναβλαστάνουν από λανθάνοντες οφθαλμούς στη βάση του κορμού ή από τους γόγγρους. Οι νέοι βλαστοί είναι ήμεροι και έτσι το δένδρο αναπαράγεται και είναι της ίδιας ποικιλίας. Την πρώτη χρονιά αναβλάστησης αφήνονται οι περισσότεροι βλαστοί και αφαιρούνται μόνο οι πιο ασθενικοί. Στα επόμενα τρία χρόνια εφαρμόζεται σταδιακά αραίωμα των βλαστών ώστε τελικά το δένδρο να αποκτήσει τον ίδιο αριθμό βραχιόνων και σχήμα με το προηγούμενο του παγετού δένδρο. Στην περίπτωση αυτή τα δένδρα επανέρχονται σε παραγωγή μετά από 3-5 χρόνια ανάλογα με τη ποικιλία.
β. Αν όμως το δένδρο προέρχεται από εμβολιασμό σε υποκείμενο άγρια ελιά ή σπορόφυτο τότε οι νέοι βλαστοί που προέρχονται κάτω από το σημείο εμβολιασμού είναι άγριοι και πρέπει να αφαιρούνται και να διατηρούνται μόνο αυτοί που βλαστάνουν πάνω από το σημείο εμβολιασμού. Επομένως η τομή του κορμού πρέπει να είναι πάνω από το σημείο εμβολιασμού.
γ. Στην περίπτωση που το υποκείμενο ήταν σπορόφυτο και η αναβλάστηση έγινε μόνο κάτω από το σημείο εμβολιασμού ή τη ρίζα τότε όλοι οι βλαστοί είναι άγριοι και χρειάζεται εμβολιασμός. Την επόμενη χρονιά της αναβλάστησης επιλέγονται 1 ή 3 βλαστοί (προτιμότερο ένας για να έχουμε ένα κορμό) και εμβολιάζονται με την επιθυμητή ποικιλία (μπορεί ο παραγωγός να αλλάξει και ποικιλία αν το επιθυμεί). Η είσοδος σε καρποφορία των δένδρων αυτών θα καθυστερήσει τουλάχιστον ένα ακόμη χρόνο σε σχέση με την προηγούμενη περίπτωση για να αναπτυχθεί πρώτα ο βλαστός που προέρχεται από το εμβόλιο.
Εναλλακτικά για την τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει εκρίζωση των γέρικων δένδρων και επαναφύτευση. Το ίδιο ισχύει και αν το δένδρο έχει καταστραφεί ολοσχερώς, αν και αυτό σπάνια συμβαίνει στην ελιά. Ένα άλλο κριτήριο για το αν ξεριζωθεί ή όχι το δένδρο είναι η κατάσταση του δένδρου πριν και μετά τον παγετό. Για παράδειγμα δένδρα που ήταν ασθενικά και μη παραγωγικά είναι προτιμότερο να εκριζώνονται και να φυτεύονται νέα. Αν τα δένδρα ήταν υγιή και παραγωγικά και αναβλάστησαν από τη ρίζα καλό είναι να διατηρούνται και να ανανεώνονται όπως προ-αναφέρθηκε γιατί το εκτεταμένο ριζικό σύστημα βοηθά στη γρήγορη ανάπτυξη του δένδρου και είσοδο σε καρποφορία. Ενώ παράλληλα είναι πιο ανθεκτικά στην ξηρασία και αποφεύγεται το κόστος εγκατάστασης της νέας φυτείας.
Επίδραση των χαμηλών θερμοκρασιών στο σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών και την καρποφορία της ελιάς.
Η καρποφορία όλων των δένδρων εξαρτάται από το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών οι οποίοι στη συνέχεια θα δώσουν τα άνθη και τους καρπούς. Επομένως απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο σχηματισμός ανθοφόρων οφθαλμών. Για τα περισσότερα καρποφόρα δένδρα και κύρια τα φυλλοβόλα ο σχηματισμός (διαφοροποίηση) ανθοφόρων οφθαλμών πραγματοποιείται το καλοκαίρι ή αρχίζει το καλοκαίρι και ολοκληρώνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη λίγο πριν την άνθηση των δένδρων.
Στην ελιά ο σχηματισμός των ανθοφόρων οφθαλμών ολοκληρώνεται από το τέλος φθινοπώρου μέχρι και τις αρχές της άνοιξης. Ο χρόνος εξαρτάται κύρια από την ποικιλία και τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Στις συνθήκες αυτές σημαντικό ρόλο παίζουν η θερμοκρασία και η εδαφική υγρασία. Είναι γνωστό μάλιστα ότι για το σχηματισμό των ανθοφόρων οφθαλμών οι μέτρια χαμηλές θερμοκρασίες του φθινοπώρου και του χειμώνα ευνοούν το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών. Η επίδραση αυτή των χαμηλών θερμοκρασιών στο σχηματισμό των ανθοφόρων οφθαλμών και κατ’ επέκταση των ανθέων καλείται εαρινοποίηση. Οι ευνοϊκές θερμοκρασίες για το σχηματισμό των ανθοφόρων οφθαλμών είναι 10-13° C ή και λίγο χαμηλότερες. Απαιτούνται μάλιστα 1500-2000 ώρες των θερμοκρασιών αυτών για την ολοκλήρωση της ανάπτυξης των οφθαλμών. Η ανώτατη θερμοκρασία για το σχηματισμό των ανθοφόρων οφθαλμών είναι 16°C. Θερμοκρασίες ανώτερες των 16° C εμποδίζουν το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την αδυναμία της ελιάς να καρποφορήσει σε θερμότερες περιοχές (τροπικά κλίματα). Είναι γνωστό στους παραγωγούς ότι σχετικά ψυχροί χειμώνες ευνοούν την ανθοφορία και καρποφορία ενώ ζεστοί χειμώνες ακολουθούνται από μειωμένη ανθοφορία-καρποφορία.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα οι υψηλές θερμοκρασίες του χειμώνα υπήρξαν η αιτία μειωμένης καρποφορίας ή ακόμη και πλήρους ακαρπίας στους ελληνικούς ελαιώνες. Οι απαιτήσεις σε ώρες ψύχους διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των ποικιλιών. Για παράδειγμα, οι ποικιλίες Κορωνέικη και Βαλανολιά έχουν μικρές ανάγκες σε ψύχος ενώ οι Κονσερβολιά, Kαρυδολιά και Αγουρομάνακο έχουν μεγάλες ανάγκες σε ψύχος. Αυτή ήταν πιθανόν η εξήγηση ότι το 2016 η καρποφορία στην Κορωνέικη δεν μειώθηκε τόσο πολύ όσο στην ποικιλία Αγουρομάνακο που πλησίασε την απόλυτη ακαρπία (Κυνουρία).
Ο σχηματισμός των ανθοφόρων οφθαλμών και χρόνος σχηματισμού επηρεάζεται όμως και από άλλους παράγοντες (υγρασία εδάφους, τη λίπανση, το φορτίο των δένδρων και το χρόνο συλλογής, το φωτισμό κ.ά.). Για τους λόγους αυτούς ο χρόνος σχηματισμού μπορεί να διαφέρει από χρονιά σε χρονιά ακόμη και στον ίδιο αγρό. Παλαιότερα επιστημονικά δεδομένα δεν συμφωνούν για το χρόνο σχηματισμού. Διάφορες μελέτες προσδιορίζουν το χρόνο στις 40-90 ημέρες πριν την έναρξη της άνθησης. Νεότερα δεδομένα προσδιορίζουν το χρόνο εισαγωγής (έναρξης) σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών τον Ιούνιο (πριν την σκλήρυνση του πυρήνα στον καρπό) και ολοκληρώνεται το φθινόπωρο-χειμώνα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η ανθοφορία της άνοιξης προσδιορίζεται από το προηγούμενο καλοκαίρι όπως ακριβώς και στα περισσότερα φυλλοβόλα δένδρα.
Ποιός είναι ο ρόλος των χαμηλών θερμοκρασιών στην ανθοφορία της ελιάς;
Μέχρι το 1991 η επικρατούσα άποψη ήταν ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες ευνoούν το σχηματισμό των ανθοφόρων οφθαλμών (φαινόμενο εαρινοποίησης) και ότι η έλλειψη αυτών οδηγούσε στο μη σχηματισμό και τελικά στη μειωμένη ανθοφορία-καρποφορία. Από το 1991 και μετά νεότερες έρευνες οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες χρειάζονται για την έξοδο των οφθαλμών από το λήθαργο των ήδη σχηματισθέντων οφθαλμών. Πράγματι οι οφθαλμοί της ελιάς έχουν ενδολήθαργο (όπως στα φυλλοβόλα δένδρα) αλλά μπορεί να εμφανιστεί και οικολήθαργος αν οι συνθήκες την άνοιξη δεν είναι ευνοϊκές για την έκπτυξη αυτών (συνεχίζονται δηλαδή οι χαμηλές θερμοκρασίες). Αντίθετα, η διατήρηση δένδρων ελιάς σε θερμοκήπιο με θερμοκρασίες 16-30° C είχε σαν αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ανθοφορίας τους. Προσωπικές παρατηρήσεις έδειξαν ότι στην ποικιλία Κορωνέικη το 2010, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας, η έναρξη της ανθοφορίας ξεκίνησε τον Ιανουάριο που σημαίνει ότι οι οφθαλμοί είχαν ήδη σχηματιστεί. Στη συνέχεια μεσολάβησαν λίγες ώρες ψύχους (για το ξεπέρασμα του λήθαργου) και ακολούθησαν υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες που οδήγησαν στην έκπτυξη των οφθαλμών (έναρξη ανθοφορίας).
Γενικά και ανεξάρτητα ποιά είναι η επίδραση των χαμηλών θερμοκρασιών, το χειμώνα, συνεχόμενες σχετικά υψηλές ή ήπιες θερμοκρασίες μπορεί να μειώσουν τη διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών και την έξοδο από τον λήθαργο αυτών, ή ακόμη να αυξήσουν το ποσοστό των μη γόνιμων ανθέων με αποτέλεσμα τη μείωση της ανθοφορίας και καρποφορίας. Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του χειμώνα μπορεί να πρωϊμίσει την έξοδο από το λήθαργο των ανθοφόρων οφθαλμών με κίνδυνο καταστροφής τους από όψιμους παγετούς στα τέλη χειμώνα αρχές άνοιξης. Οι οφθαλμοί σε λήθαργο αντέχουν σε θερμοκρασίες μέχρι -6 , -7° C, όταν όμως βγουν από το λήθαργο καταστρέφονται σε θερμοκρασίες (-2 έως -4° C). Σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες στο στάδιο της πλήρους άνθησης μπορεί επίσης να μειώσουν την καρπόδεση και την καρποφορία γιατί καθυστερούν την ανάπτυξη του γυρεοσωλήνα και μειώνεται η πιθανότητα γονιμοποίησης καρπόδεσης.
Τα προβλήματα των χαμηλών θερμοκρασιών επιδεινώνονται αν συνδυάζονται με ανέμους, ομίχλη ή υψηλή σχετική υγρασία και βροχές, ενώ το πρόβλημα των υψηλών θερμοκρασιών επιδεινώνεται αν συνδυαστεί με ξηρούς και θερμούς ανέμους. Οι έντονα χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα μπορεί επίσης να ζημιώσουν την παραγωγή της χρονιάς (συρρίκνωση καρπών) τους οφθαλμούς και να μειώσουν την επόμενη παραγωγή, τη βλάστηση ή ακόμη και τα ίδια τα δένδρα (φυτικό κεφάλαιο) σε θερμοκρασίες κάτω των –8 ή 10° C).
Τέλος οι ανάγκες σε χαμηλές θερμοκρασίες των διάφορων ποικιλιών ελιάς καθορίζουν και την κατανομή της καλλιέργειας αυτών στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο. Δηλαδή ποικιλίες με μικρές ανάγκες καλλιεργούνται σε περιοχές με ήπιους χειμώνες ενώ αυτές με αυξημένες απαιτήσεις σε περιοχές με χαμηλότερες θερμοκρασίες το χειμώνα (Μακεδονία, Θεσσαλία) ή σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές.
Άρθρο: κ. Σταύρος Βέμμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών