Πυρηνοτρήτης (Prays oleae)
Αποτελεί τον δεύτερο σοβαρότερο εχθρό της ελιάς μετά τον δάκο. Εχει 3 γενιές, την ανθόβια, την καρπόβια και τη φυλλόβια. Τα ακμαία της 1ης γενεάς ωοτοκούν περί τα 350 αυγά στον κάλυκα των κλειστών ανθέων. Σε 10 ημέρες γίνεται η εκκόλαψη και οι προνύμφες μέσα στο άνθος διατρέφονται με τους ανθήρες, εξέρχονται, μετακινούνται σε άλλο άνθος κ.ο.κ.
Τα εξερχόμενα ακμαία, που σχηματίζονται από τις νύμφες στα κατεστραμμένα άνθη, αποτελούν πλέον τη 2η γενεά, την καρπόβια, και ωοτοκούν περί τα 250 αυγά στον κάλυκα των καρπιδίων. Αυτά σε 5 ημέρες εκκολάπτονται, οι κάμπιες εισέρχονται στο καρπίδιο και αποκόπτουν τα αγγεία που συνδέουν τον ποδίσκο με τον καρπό κατά τη μετακίνησή τους προς τον πυρήνα που ξεκινάει να σχηματίζεται, με αποτέλεσμα την ξήρανση, το μαύρισμα και την πτώση του πολύ μικρού καρπού (πιπέρι).
Αν δεν κοπούν τα αγγεία, η κάμπια κατατρώγει τον πυρήνα που είναι στο στάδιο της σκλήρυνσης. Μία κάμπια μόνο φθάνει στον πυρήνα. Κατόπιν μετακινείται και εξέρχεται ανοίγοντας οπή στον καρπό, κοντά στον ποδίσκο. Οι καρποί αυτοί, με κατεστραμμένα τα αγγεία τους, μαυρίζουν, συρρικνώνονται και πέφτουν κατά τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο, δημιουργώντας έτσι τη δεύτερη καρπόπτωση.
Τα ακμαία, πλέον, της 3ης γενεάς, της φυλλόβιας, εμφανίζονται περί τα μέσα με τέλη Οκτωβρίου, αφού οι κάμπιες έχουν ολοκληρώσει την ανάπτυξή τους σε 3-4 μήνες συνολικά, και ωοτοκούν στο παρέγχυμα των φύλλων. Οι νεαρές κάμπιες λειτουργούν ως φυλλορήκτες, χωρίς να καταστρέφουν την επιδερμίδα του φύλλου.
Κατά τον Μάρτιο, οι ανεπτυγμένες κάμπιες ενώνουν με νήματα 2-3 φύλλα, νυμφώνονται και τα ακμαία που εξέρχονται αποτελούν τη νέα ανθόβια γενεά. Οι ζημιές της φυλλόβιας γενεάς είναι μικρές σε σχέση με τις αντίστοιχες της ανθόβιας και της καρπόβιας.
Γίνεται αντιληπτό ότι μεγάλος πληθυσμός του εντόμου της ανθόβιας γενεάς προκαλεί σοβαρές ζημιές στους καρπούς, είτε στα καρπίδια (θερινή πτώση) είτε στους ανεπτυγμένους (φθινοπωρινή πτώση). Και αν σε πλούσια καρποφορία η θερινή πτώση ευνοεί τους καρπούς που μένουν στο δένδρο για απόκτηση καλύτερου μεγέθους (επιζητούμενο, προπάντων, στις βρώσιμες ποικιλίες), στη φθινοπωρινή πτώση οι ζημιές είναι σοβαρές και επιδρούν αρνητικά στο τελικό προϊόν, είτε στη βρώσιμη ελιά (ποσοτική και ποιοτική ζημιά), είτε στην ελαιοποιήσιμη, αφού, πέραν της ποσότητας, επηρεάζεται σαφώς και η ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου.
Για τον προσδιορισμό του ακριβούς χρόνου των επεμβάσεων σημαντικό ρόλο παίζουν φερομονικές παγίδες, μέσω των οποίων παρακολουθείται η διακύμανση του πληθυσμού των αρρένων ακμαίων.
Συνιστώνται ψεκασμοί εναντίον της ανθόβιας γενεάς στο «κρόκιασμα» (όταν αρχίζουν να «σκάνε» το 5-10% των ανθέων) και εναντίον της καρπόβιας γενεάς στο «σκάγι» (όταν έχει πέσει το 90-95 % των ανθέων).
Β. Γκουρνέλος, Γεωπόνος, Α.Σ. Μεσολογγίου-Ναυπακτίας ”Η Ένωση”